φωνενδοσκόπηση

φωνενδοσκόπηση
ή φωνενδοσκοπία, η, Ν
ιατρ. ακρόαση με επίκρουση, που γίνεται με τη βοήθεια φωνενδοσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνενδοσκόπιο, μέσω ενός ρ. φωνενδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωνενδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνενδοσκοπία — η, Ν βλ. φωνενδοσκόπηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”